Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Φοβάμαι. Γι αυτούς που θα ρθουν κι γι αυτούς που μένουν. Δεν είναι τόπος αυτός να ζεις. Δεν είναι άνθρωποι αυτοί να μιλάς και να σέβεσαι. Είναι κακοί.
Σήμερα είδα το χέρι σου να σφίγγει το διπλανό, να το κρατά στη ζωή, να το φιλά και να το τραβάει. Σαν να προσπαθούσες να νικήσεις τα ανίκητα. Μα δεν είναι άδικο;
Άρα τι να σκέφτεσαι; Την απουσία, τη συνήθεια, το παρελθόν, την αγάπη; Τι να είναι αυτό που να σε κάνει τόσο έντονα τραβάς και να φιλάς το αδύναμο χέρι; Τα μάτια σου κοκκίνισαν και γύρισες από την άλλη. " Συγνώμη, μου ήρθε να κλάψω". Ήθελα να σε πάρω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Να σε δω μικρή, με μακριά μαλλιά και ροδοκόκκινα μάγουλα, να κάνετε αυτές τις τρέλες που μου διηγείσαι πως κάνατε μικροί. Και πως να νιώθεις όταν τα διηγείσαι αυτά; Νοσταλγία, γαλήνη, ευτυχία, απληστία. Πόσο λίγο μπορώ να ερμηνεύσω τα δάκρυά σου. Μου λες ξανά τα ίδια και τα ίδια. Μα δεν κουράζομαι. Δεν με πειράζει καθόλου. Πέστα μου ξανά. Μόνο αυτά τα δάκρυα αν μπορείς να συγκρατήσεις γιατί δεν μπορώ να τα αντέξω. Είναι πολύ βαριά τα ανερμήνευτα δάκρυα.
Ξανά αυτή οι εικόνα των χεριών. 4 χέρια ενωμένα. 2 ζευγάρια χέρια και τα μάτια σου να κοιτούν επίμονα χαμηλά. Δάκρυα δεν έχεις πια. Μόνο ανυπομονησία για να μπουν όλα σε μία τάξη. Να πάτε σπίτι και να κοιτάτε τον κήπο από το παράθυρο. Τόσες στιγμές σε αυτόν τον κήπο.. Τις θυμάσαι; Τότε που τα μεσημέρια έκαιγε ο ήλιος και συχνά καθόμασταν μαζί να λύσουμε σταυρόλεξα και να μου λες ιστορίες. Και τριγύρω ησυχία.
Ανοίγω τα μάτια. όχι δεν μεταφέρθηκα στον κήπο. Είμαι ακόμα εδώ. Στο λάθος σημείο, στη λάθος ηλικία, στη λάθος διάθεση. Εσύ πως να νιώθεις. Αχ και να μπορούσα να σου δώσω αυτό που λαχταράς. Αυτό που θα γύρναγε πίσω αυτά τ ανερμήνευτα δάκρυα. Σε φιλώ και σε αγκαλιάζω σφιχτά. Θα έρθω αύριο, σου λέω. Και τώρα που θα φύγω εγώ τι θα σκέφτεσαι; μήπως να μείνω, μα δεν μπορώ.. Ο κόσμος έξω δεν με περιμένει. Δεν έχει παγώσει.
Φεύγω. Σας αγαπώ πολύ σκέφτομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου