Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Tο χαμένο δαχτυλίδι

Ήταν το δαχτυλίδι μου. Το δικό μου δαχτυλίδι, μέχρι που σήμερα έγινε τροφή του μαύρου και σκοτεινού υπόνομου. Ήταν η στιγμή που είχα δείξει σε όλους μου τους φίλους και γνωστούς τη νέα μου ζωή, τα νέα μου σχέδια. Όλοι φάνηκαν να χαίρονται. Μου εύχονταν καλή τύχη. Από πίσω ακούγονταν στίχοι του Θανάση και η Δήμητρα μου έλεγε τους προβληματισμούς της. Εγώ παρέμενα χαρούμενη. Μία νέα ζωή. Μία νέα πόρτα ανοίγει για μενα και δεν έχω παρά να κοιτάξω τι κρύβει το εσωτερικό της. Μυστικά που περιμένουν να εξιχνυαστούν και ιστορίες που περιμένουν να ζωντανέψουν. Και το μπουζούκι να παίζει δίπλα μου. Παρατηρούσα τα δάχτυλα όπως ταξίδευαν στα διάφορα τάστα. 'Ομως η πένα παρέμενε στις 2 τελευταίες χορδές. Για να ακούγεται ο ήχος πιο παραπονιάρικος. Όλοι άκουγαν το παράπονο του μπουζουκιού. Θα μου λείψεις, μου είπε.
Δεν έπρεπε να βουρκώσω. Άλλωστε θα είμαι εδώ πάντα. Δεν θα φυγω και θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. 'Η θα ρίξω; Αχάριστη θα με χαρακτήριζα και άμυαλη. Μα τι λες; 
Δική σου είναι η ζωή, εσύ την υποτάσσεις. Και μετά κοίταξα εκείνο το δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι που χρειάζεται να ανατρεξω σε παλιά άλμπουμς φωτογραφιών και να αναγνωρίσω το πόσο παλιό είναι. Το δαχτυλίδι που σήμαινε μία εποχή για μένα. Την εποχή όπου μπορούσα ακόμα να μυρίσω την άνοιξη. Όπου επιθυμούσα να κάνω μία βόλτα στο βουνό. Την  εποχή όπου χώριζα και ερωτευόμουν χωρίς μέτρημα και έλεγχο και την εποχή όπου ένα τραπέζι με 5 καρέκλες ήταν η ευτυχία μου, το στήριγμά μου, η έκφραση της ψυχής μου, η δύναμή μου. Την εποχή όπου 4 στόματα και 4 φωνές έμπλεκαν με το εγώ μου. Γίνονταν ένα και συμβάδιζαν.
Τελείωσε άραγε αυτή η εποχή; αναρωτιέμαι. Όσο σε κοίταζα στα μάτια έλεγα μεσα μου όχι. Αποκλείεται. Είμαι και θα είμαι πάντα και για πάντα εδώ. Μακριά ή κοντά. 10 λεπτά ή 10 ώρες είμαι εδώ. Σχεδόν πείστηκα. 
Έκλεισα τα μάτια και τραγούδησα. Στίχους βγαλμένους από την ψυχή, από το χωριό, απ΄τον άνθρωπο. Το τραγούδι τελείωσε. Το τέλος του τραγουδιού, με βρήκε να κοιτάζω την τρύπα ενός νιπτήρα που σαν καταραμένη καταβόθρα θέλησε να πάρει στο σκοτάδι το δαχτυλίδι μου. Το δικό μου δαχτυλίδι. Κοίταζα από πάνω ανήμπορη. Ήξερα ότι δεν θα το ξαναφορέσω. Ήξερα ότι είχε φύγει μια για πάντα.
Θα σας αγαπώ για πάντα σκέφτηκα. Το ορκίζομαι. Ήθελα να απολογηθώ. Να ζητήσω συγνώμη. Από ποιον και γιατί;...
Μπορώ ακόμα να το δω... Θα το πιάσω. Η βρύση άνοιξε. Το ψεύτικο χρυσαφί του χρώμα δεν ήταν πιο ορατό. Το έχασα. Πάει.